πατέλα

πατέλα
(patella). Γένος θαλάσσιων γαστερόποδων, φυτοφάγο, που ζει προσκολλημένο στα βράχια. Το κρέας του τρώγεται ωμό ή αφού ψηθεί, κυρίως με ρύζι. Χρησιμοποιείται από τους ψαράδες για δόλωμα. Ζει σε όλες τις θάλασσες και είναι κυρίως γνωστό με το όνομα πεταλίδα. Οι π. είναι γαστερόποδα μετρίου μεγέθους, τα οποία έχουν περιφερειακά βράγχια. Το κέλυφός τους είναι κυκλικό ή ωοειδές ή κωνικό. Μπορούν να ζήσουν και έξω από το νερό, αρκεί να βρέχονται κατά καιρούς.
* * *
η
γαβάθα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. patella].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”